καθολικίζω

καθολικίζω
μιμούμαι, ασπάζομαι τα δόγματα τών ρωμαιοκαθολικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθολικός. Το ρ. μαρτυρείται στον τ. τής μτχ. καθολικίζοντες από το 1872 στον Αναστάσιο Διομήδη Κυριακό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”